- κροσσωτός
- -ή, -ό (AM κροσσωτός, -όν, θηλ. και, -ή)αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτόςνεοελλ.ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» — επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την κοιλότητα τού σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό επιθήλιοαρχ.1. ζωγραφισμένος τοίχος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κροσσωτόςχιτώνας με κρόσσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόσσαι + -ωτός (πρβλ. θυσανωτός)η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη συνέχεια η σημ. της επεκτάθηκε και στη διακόσμηση υφασμάτων].
Dictionary of Greek. 2013.